- λεώδης
- λεώδης (A), ες, (λεώς)A = λαώδης, popular, common, Gloss.------------------------------------λεώδης (B),A = λιθόλευστος, Theognost.Can.9: [full] λιώδης, Hsch.; fort. λεώλης. [full] λεωκόνητος, [full] λεωκόνιτος, v. λέως.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.